- παναγιότητα
- η1. η ιδιότητα τού πανάγιου, πανιερότητα, πανοσιότητα2. τιμητικός τίτλος τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < πανάγιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1706 στον Φρ. Προσαλέντη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παναγιστία — και παναγιστεία, ἡ (ΑΜ) (κατά τον Ησύχ.) «παντελής ἁγιότης» μσν. τιμητικό επίθετο τού πατριάρχη, παναγιότητα («τῇ ὑμετέρᾳ παναγιστίᾳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγιστεία «αγιοσύνη» (< ἁγιστεύω)] … Dictionary of Greek